-
1 επεισαγω
1) (сверх, помимо или вновь) вводить(παισὴν αὑτοῦ μητρυιάν Diod.; τὰς ξένας φωνὰς τοῖς ἀκροατηρίοις Plut.; med.: νέους ἑταίρους Plat.; ἔξωθέν τι Aeschin., Plut.)
2) вводить, заводить, (впервые) применять(ἄλλην μηχανήν Polyb.)
3) (впервые) ставить на сцену, инсценировать (sc. δρᾶμα Aeschin., Polyb.)4) вводить взамен, заменять5) насаждать, прививать(στάσιν τῇ Ῥώμῃ Plut.)
См. также в других словарях:
επεισάγω — ἐπεισάγω (Α) [εισάγω] 1. εισάγω, φέρνω στο σπίτι δεύτερη σύζυγο ή παλλακίδα («ὁ παισὶν αὑτοῡ μητρυιὰν ἐπεισάγων», «ἐπεισάγων εἰς τὴν αὐτὴν οἰκίαν ἑταίρας», Ανδ.) 2. εισάγω κάτι νέο, παρουσιάζω κάτι καινούργιο («ἄλλην ἐπεισῆγε μηχανήν» επινόησε… … Dictionary of Greek